Αδάμ

Αδάμ
I
Το όνομα του πρώτου ανθρώπου κατά την Αγία Γραφή. Η λέξη προέρχεται από το εβραϊκό adamah (καλλιεργήσιμη γη) και αρχικά σήμαινε άνθρωπος, ανθρωπότητα. Στο βιβλίο της Γενέσεως (A’, 26 κε. και B’, 18 κε.) αναφέρεται πως ο Θεός έπλασε τον Αδάμ και την Εύα και όρισε τη θέση τους στον Κήπο της Εδέμ, με τον περιορισμό «από το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε». Οι πρωτόπλαστοι δεν τήρησαν την εντολή: παρακινήθηκαν από τον όφι και δοκίμασαν τους καρπούς του απαγορευμένου δέντρου, γι’ αυτό o Θεός τους έδιωξε από τον Παράδεισο (Γένεσις,Γ’). O Αδάμ έζησε 930 χρόνια και απέκτησε τρεις γιους: τον Κάιν, τον Άβελ και τον Σηθ (Γένεσις,Γ’).
Στη μυθολογία της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου υπάρχουν παράλληλες ιστορίες της δημιουργίας του πρώτου ανθρώπου, που δεν έχουν όμως το βαθύ θρησκευτικό νόημα της εβραϊκής διήγησης. Η διήγηση της Παλαιάς Διαθήκης θεωρείται θεμελιώδης μαρτυρία του κοινού γένους των ανθρώπων.
«Ο Χριστός ελευθερώνει τον Αδάμ και την Εύα», ψηφιδωτό του 14ου αι. (ναός Αγίων Αποστόλων Θεσσαλονίκης).
"Η έξωση του Αδάμ και της Εύας από τον επίγειο παράδεισο, μετά το προπατορικό αμάρτημα", νωπογραφία του Μαζάτσιο (αρχές 15ου αι., παρεκκλήσιο της Σάντα Μαρία, Φλωρεντία).
II
Επώνυμο Φιλικών και αγωνιστών του 1821.
1. Αλέξανδρος. Θεσσαλός έμπορος. Στη Φιλική Εταιρεία μυήθηκε το 1819, στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας. Εργάστηκε με ενθουσιασμό για την προετοιμασία του Αγώνα έως το 1820. Δεν μπόρεσε όμως να συνεχίσει τη δράση του γιατί αρρώστησε βαριά. Πριν πεθάνει, άφησε ολόκληρη την περιουσία του στον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Βόδα Σούτζο, με την εντολή να διατεθεί για το καλό του Αγώνα.
2. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Ήπειρο και αγωνίστηκε με τον Κ. Τζαβέλα. Αιχμαλωτίστηκε στην Πύλο.
3. Βασίλειος. Καταγόταν από την Πρέβεζα. Πήρε μέρος σε πολλές μάχες· o Καποδίστριας του απένειμε τον βαθμό του υπολοχαγού. Πέθανε το 1833 από τραύματα που είχε από τον Αγώνα.
4. Ευστάθιος ή Μπαλτάς. Καταγόταν από τη Λοκρίδα και πήρε μέρος στις μάχες Βασιλικών, Άμφισσας και Αράχοβας.
5. Ιωάννης. Καταγόταν από την Κασσάνδρα. Μετά την καταστολή της Επανάστασης στη Μακεδονία, κατέβηκε στη νότια Ελλάδα και πολέμησε στις μάχες Βρυσακίων και Τρίκερι.
6. Νικόλαος. Καταγόταν από την Αθήνα, όπου και σκοτώθηκε το 1827.
III
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 781 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλλινδοίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αδάμ στίχοι — Ποίημα που έγραψε στις αρχές του 9ου αι. μ.Χ. ο μητροπολίτης Νικαίας Ιγνάτιος στη δημοτική γλώσσα εκείνης της εποχής. Αποτελείται από 143 στίχους και παρουσιάζει τον Θεό να συνομιλεί με τους πρωτόπλαστους στον Παράδεισο. Διακρίνεται για τη… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Κορυφή του– — Βουνό (2.243 μ.) της Σρι Λάνκα, από γνεύσιο. Θεωρείται τόπος ιερός από τους ινδουϊστές, τους μουσουλμάνους και τους βουδιστές. Το επισκέπτονται πάρα πολλοί προσκυνητές, που πιστεύουν ότι ένα κοίλωμα στην κορυφή του είναι πατημασιά του Αδάμ ή του… …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ και Παραδείσου, στίχοι θρηνητικοί — Στιχούργημα ποιητή του 14ου αι. Αποτελείται από 118 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους. Είναι ο θρήνος ενός αμαρτωλού που εξιστορεί τις αμαρτίες του χρησιμοποιώντας φράσεις και χωρία από τη χριστιανική υμνολογία …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, Γέφυρα του– — Ύφαλοι που εκτείνονται σε μήκος περίπου 30 χλμ. ανάμεσα στη ΝΑ ακτή της Ινδίας και στο νησί Σρι Λάνκα. Λέγονται και Γέφυρα του Ραμά και θεωρούνται από τις τοπικές παραδόσεις πανάρχαια υπολείμματα λιθόστρωτου δρόμου που ένωνε το νησί με την Ινδική …   Dictionary of Greek

  • Αδάμ, μήλο του– — Ο θυρεοειδής χόνδρος του λάρυγγα …   Dictionary of Greek

  • Σαλ φον Μπελ, Ιωάννης Αδάμ — (Schall von Bell), Γερμανός ιεραπόστολος (1592 1666). Κατατάχτηκε στο τάγμα των Ιησουιτών. Στάλθηκε στην Κίνα, όπου εξαιτίας των αστρονομικών του γνώσεων κέρδισε τη γενική αναγνώριση. Ο αυτοκράτορας Τιεν Κι, εκτός των άλλων του ανάθεσε την… …   Dictionary of Greek

  • εύα — I Βιβλικό πρόσωπο. Το όνομα της πρώτης γυναίκας και μητέρα ολόκληρου του ανθρώπινου γένους, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη (Γεν. γ’, 20). Ο Αδάμ, όταν πλάστηκε από τον Θεό και εγκαταστάθηκε στον επίγειο παράδεισο, ήταν μόνος. Βλέποντας ο θεός ότι… …   Dictionary of Greek

  • αδαμιαίος — α, ο (Α ἀδαμιαῑος, α, ον) [Ἀδάμ] νεοελλ. αυτός που χαρακτηρίζεται από ολοκληρωτική γύμνια όπως τού Αδάμ («αδαμιαία περιβολή») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στον Αδάμ, κατά συνέπεια ο ανθρώπινος 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ Ἀδαμιαῑοι το γένος, οι …   Dictionary of Greek

  • Адам — У этого термина существуют и другие значения, см. Адам (значения). Адам (ивр. אָדָם‎) …   Википедия

  • πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”